-
1 ἐν-έδρα
ἐν-έδρα, ἡ, 1) das Daraufsitzen, Daraufliegen, ναρϑήκων Hippocr. – 2) das Einliegen, der Hinterhalt, u. übh. Nachstellung, Hinterlist, Thuc. 5, 56 u. öfter, wie Folgde; δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Plat. Legg. X, 908 d; ἐνέδραν ποιεῖσϑαι, κατασκευάζειν, ϑέσϑαι τινί; Thuc. u. Folgde; – der Ort des Hinterhalts selbst, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen., wie auch die in den Hinterhalt gelegten Soldaten, ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν Hell. 4, 8, 37.
-
2 ἐνέδρα
ἐν-έδρα, ἡ, (1) das Daraufsitzen, Daraufliegen. (2) das Einliegen, der Hinterhalt, u. übh. Nachstellung, Hinterlist; der Ort des Hinterhalts selbst, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας; wie auch die in den Hinterhalt gelegten Soldaten, ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν
См. также в других словарях:
εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… … Dictionary of Greek